suscetibilidade elétrica - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

suscetibilidade elétrica - translation to ρωσικά

Suscetibilidade magnética

suscetibilidade elétrica      
- (электр.) электрическая восприимчивость, коэффициент электризации
suscetibilidade elétrica      
эл. электрическая восприимчивость, коэффициент электризации
capacitância         
  • Capacitor cilíndrico de largura ''l'' e raios ''R<sub>1</sub>'' e ''R<sub>2</sub>''
  • Dispositivo mais comum que mostra o efeito da capacitância, o capacitor
  • Capacitor esférico de raios ''R<sub>1</sub>'' e ''R<sub>2</sub>''
1) ёмкость 2) ёмкостное сопротивление

Ορισμός

poraquê
sm (tupi poraké) Ictiol Nome comum da única espécie de peixe fluvial da família dos Eletroforídeos (Electrophorus electricus), dotado de notável capacidade de produzir descargas elétricas; peixe-elétrico, enguia-elétrica.

Βικιπαίδεια

Susceptibilidade magnética

Em electromagnetismo a susceptibilidade magnética (designada por χ m {\displaystyle \chi _{m}} ) mensura a capacidade que tem um material em magnetizar-se sob a ação de uma estimulação magnética de um campo magnetizante ao qual este é submetido.